Δοκιμή ινσουλινοαντίστασης μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο στην Ελλάδα |
|||
Η αντίσταση στη μεσολαβούμενη από την ινσουλίνη πρόσληψη γλυκόζης από τους περιφερικούς ιστούς είναι ένα βασικό ελάττωμα στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι επίσης συχνή μεταξύ των μη διαβητικών ατόμων και μπορεί να αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο και στους δύο πληθυσμούς. Οι συγγραφείς εξετάζουν τον ορισμό, την επιδημιολογία και τη θεραπεία της αντίστασης στην ινσουλίνη. Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι παρούσα στους περισσότερους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Είναι επίσης συχνή μεταξύ ηλικιωμένων ατόμων, ορισμένων εθνοτικών ομάδων και ατόμων με υπέρταση, παχυσαρκία, σωματική ανεπάρκεια και αγγειακή νόσο. Το κύριο παθοφυσιολογικό ελάττωμα είναι η διαταραγμένη ενδοκυτταρική σηματοδότηση στον μυϊκό ιστό που οδηγεί σε ελαττωματική σύνθεση γλυκογόνου. Η αντίσταση στην ινσουλίνη σχετίζεται με πολυάριθμα μεταβολικά, αιματολογικά και κυτταρικά συμβάντα που προάγουν την αθηροσκλήρωση και την πήξη. Η συσχέτιση μεταξύ της αντίστασης στην ινσουλίνη και του κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο έχει εξεταστεί σε τέσσερις μελέτες ελέγχου περιπτώσεων και πέντε προοπτικές μελέτες κοόρτης παρατήρησης. Έξι από τις εννέα μελέτες είναι μεθοδολογικά ορθές και παρέχουν ενδείξεις ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη σχετίζεται με τον κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο. Συμπέρασμα: Η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να αποτελεί διαδεδομένο παράγοντα κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο. Τα νέα φάρμακα μπορούν να μειώσουν με ασφάλεια την αντίσταση στην ινσουλίνη και μπορεί να έχουν ρόλο στην πρόληψη των εγκεφαλικών επεισοδίων. |